Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΩΝ



Απεργία, Ρήγας Γκόλφης

Στη στράτα αργοδιαβαίνει της εργατιάς το πλήθος.
Φαρμάκι έχει στα χείλη, κομένη την ορμή,
κι ο πόνος που συντρίβει τα’ αράθυμό του στήθος
θεριέυει το κορμί.


Πού πάει συμαζωμένο, το έλεος να γυρέψει;
Ποιος άρχοντας θ’ ακούσει, ποια πόρτα θ’ ανοιχτεί;
Με τα’πραγα τα λόγια τί πάει να ζητιανέψει,
να γείρει να κλαυτεί;


Το τέρας της ανάγκης που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τα’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
το Χάρο να βοηθά;


Ω συνοδειά θλιμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πως θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
τη μοίρα της δουλειάς;


Τη δύναμή σου νιώσε κ’ υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ρώτησε, τη σιδερένια υγειά,
θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
ζωντάνεψε, ραγιά.


Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στερεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι που δουλεύει
κι αναμετρά τη γη.


Παιδικοί Ύμνοι, Μίμης Λιμπεράκης

Νυχτόμπασμα, στα δυσμικά βουνά αργοπορεί το φως
της μέρας
κάπου ανάβουν μια φωτιά στη μακρινή εξοχή,
από τη θάλασσα αόριστες φωνές ο βραδυνός φέρνει
αέρας
και ύστερα πάλι απλώνεται παντού η σιωπή.

Ερημικός περπατητής το δρόμο έχω πάρει
που η νιότη μου εχάρηκε με όλους τους καιρούς
των καραβιών αγνάντευα το διάβα στο κανάλι
και η ζωή των ταξειδιών μου μάγευε τους λογισμούς.

Τώρα πικρές η ανάμνησες μ' ακολουθούν και πάνε
μια συνοδεία πένθιμη στην άκρη των νερώ
λουλούδια που μαράθηκαν στα χέρια τους κρατάνε
και τα σκορπούν, εκεί που κάποτε έγειρα το σώμα μου
γυμνό.

Θαλασσοπούλια πέταγαν τριγύρω μου κι' ο μπάτης
μου εχάϊδευε, ως πως μου εχάϊδευε το νέο μου κορμί
σ' όλα γελούσα ανύποπτος, των γιβαριών ο φράχτης
για μένα ετραγούδαγε σαν άρπα αιολική.

Ολούθε εικόνες έβλεπα και σχήματα ωραία
και η ματιά μου έπαιρνε μια λάμψι εξωτική
όλος ο κόσμος νόμιζα πως ήταν ένα θέμα,
για ζωγραφιά, για ποίησι, για μουσική.

Ελεύθερη κι' ατίθαση τράνευε η ψυχή μου
και δεν εγνώριζα κανένα νόμο, ηθική καμμιά,
η κοινωνία μ' έπνιγε, ξένοι για με οι γονηοί μου
και μόνη ήταν λατρεία μου η αιώνια ομορφιά.



Νοσταλγία, Θωμάς Γκόρπας


Ήλιοι τη ζωής ήλιοι της ζωής και του θανάτου
ήλιοι των κήπων ήλιοι του Βικεντίου Βαν Γκογκ
ήλιοι μετά από ημέρες βροχής και μες στην φαντασία  



Έχει μια καρδιά κλειστή και μέσα ήλιος.
Και πίσω από τον ήλιο της βουνά γαλάζια γκρι.
Και πίσω από τα βουνά μια θάλασσα με κοράλλια.
Και πίσω από τη θάλασσα των κοραλλιών 
η πόλη των εκπλήξεων.
Και πίσω από την πόλη των εκπλήξεων 
πάλι θάλασσα η θάλασσα…

Μία Πίκρα, Κωστής Παλαμάς

Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα τα 'ζησα
κοντά στ' ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν' η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.

Και να! μεσ' στον ύπνο μου την έφερε τ' όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντά στ' ακρογιάλι;

Μια πίκρα είν' αμίλητη, μια πίκρα είν' αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν' άσβηστη και μεσ' τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι.



Ὁ Μπαταριᾶς, Μιλτιάδης Μαλακάσης

Ἕνα Σάββατο βράδυ,
Μιὰ Κυριακὴ πρωί...



Ὁ Μπουκουβάλας ὁ μικρὸς κι ὁ Κλὴς τοῦ Τσαγκαράκη
Κι ὁ Νίκος τοῦ Βρανᾶ, 

Σάββατο βράδυ, κάποτε, τὸ ῾ρίχναν στὸ μεράκι,
Στοῦ Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.


Κι ὡς ἤσανε ἀρχοντόπουλα κ᾿ οἱ τρεῖς, στὸ κέφι ἀπάνω,
Στέλναν γιὰ τὰ βιολιά,
Καὶ μὲς σὲ λίγο βλέπανε τὸν Κατσαρὸ τὸν Πάνο,
Καὶ πίσω τὸ Θανάση Μπαταριᾶ.


Κι ἀμέσως μὲ τὸ βιολιτζὴ καὶ μὲ τὸ λαουτέρη,
Καὶ μ᾿ ἕναν πιφιρτζῆ,
Γιὰ τὸ βιλούχι κίναγαν τοῦ Κώστα Καλιαντέρη,
Ποὺ σίγουρα τὸν εὕρισκαν ἐκεῖ.


Κι ὁ Κώστας, λαγοκοίμητος, πάντα μὲ τὴν ποδιά του,
Τοὺς δέχονταν ὀρθός,
Καὶ τὸ τραπέζι ἑτοίμαζε πρὸς τὰ᾿ ἁρμυρίκια κάτου,
Στῆς ἅπλας λιμνοθάλασσας τὸ φῶς.


Κι ὡς νὰ στρωθῇ καὶ νὰ σιαχτῇ, καὶ νὰ συγκαιριστοῦνε
Τά ῾ργανα, σιγαλὰ
Τὰ λιανοτράγουδα ἄρχιζνα, τὰ γιαρεδάκια, ὁποῦ ῾ναι
Καθὼς τὰ προσανάμματα στὴ στιά.


Μὰ στὸ τραπέζι ὡς κάθουνταν, κι ἄνοιγεν ἡ φωνή σου,
Μεγάλε Μπαταριᾶ!
Στὸ τρίτο κρασοπότηρο, πουλιὰ τοῦ Παραδείσου
Ξυπνούσανε κι ἀηδόνια στὰ κλαδιά.


Καὶ λίγο λίγο ὡς γύριζες μὲς στὸ τραγούδι, ὢ θάμα!
Παλληκαριές, καϋμούς,
Τ᾿ ἀρματολίκι ἀνέβαζες καὶ τὴν ἀγάπη ἀντάμα,
Στ᾿ ἀστέρια, στὸ φεγγάρι, στοὺς Θεούς.


Κ᾿ ἐκεῖθε, ποὺ δὲν ἔφτανε κανένας, κ᾿ ἡ ἀνάσα
Πιάνονταν ὡς κι αὐτή,
Κ᾿ ἐκεῖθε ἀλέγρα, παίζοντας, σκαλὶ σκαλὶ τὰ μπάσα,
Κατέβαινε ἡ γαλιάντρα σου ἡ φωνή.


Κι ὅπως ἐτύχαινε συχνά, σὲ τέτοια γλέντια νά ῾ναι
Καλοκαιριοῦ χαρά,
Καὶ ὁ κόσμος ἔξω, τὰ νερὰ καὶ οἱ κάμποι νὰ εὐωδᾶνε
Κι ὅλα μαζὺ νὰ σπρώχνουν δυνατά,


Καὶ τὴν πιὸ λίγο ἀνάθαρρῃ, παρέκει νὰ πατήσει,
Ν᾿ ἀκούσει καὶ νὰ δεῖ, -
Δὲν ἔμενε εἰκοσόχρονη ποὺ νὰ μὴν ξεπορτίσει,
Καὶ χήρα νιὰ στὸ δρόμο νὰ μὴ βγεῖ.


Κι ὅσες ἀκόμα, οἱ ἄπλερες, δὲ βόλιε νὰ φτερίσουν,
Σὲ μάντρες καὶ σὲ αὐλές,
Τὰ κοχυλάκια αὐτάκια τους στυλῶναν νὰ γροικήσουν,
Τὰ μάτια τους νὰ ρίξουν σαϊτιές.


Καὶ τὰ τραγούδια, ἀέρηδες δροσιᾶς μαζὺ καὶ λαύρας,
- ὁ δόλιος ὁ σεβντᾶς!
Πότε τὶς φλόγες ἔφερναν, καὶ πότε μιᾶς ἀνάβρας
Τὸ ράντισμα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς.


Μὰ ἐκεῖ ποὺ πέλαγο ἡ φωνὴ σάλευε πιὰ τὰ φρένα,
Κι ὁ πλανταγμένος νοῦς,
Ποῦ πήγαινε, δὲν ἤξερε, μὲ τὰ φτερὰ χαμένα,
Σ᾿ ἀναθυμιὲς καὶ πόθους ὠκεανούς,


Καθὼς ἡ νύχτα ἐθάμπιζε, καὶ τῆς αὐγῆς ἡ χάρη
Σπίθιζ᾿ ἀντικρινά,
Ξάμωνε ὁ Μπαταριᾶς μὲ μιᾶς καὶ πέταε τὸ δοξάρι,
Μὲ τὸ στερνό του βόγκο, στὰ νερά.


Καὶ ἀσηκωμένος, γνεύοντας νὰ ἑτοιμαστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι
Καὶ σκύβοντας στοὺς τρεῖς
Νιόβγαλτους καλεστάδες του, πού ῾χανε τὸ κεφάλι
Γεμάτο ἀπὸ καπνοὺς ἀποβραδίς,


Τοὺς ἔλεγε, ξενέρωτους, πὼς δὲν ἦταν ἡ τάξη,
Πρωὶ καὶ Κυριακή,
Νὰ δοῦν παιδιὰ ποὺ τά ῾χανε μὴ βρέξει καὶ μὴ στάξει,
Μπλεγμένα στὰ βιολιὰ καὶ στὸ κρασί.


Κ᾿ ἐνῷ τοὺς ἔλεγαν αὐτά, κ᾿ οἱ γύρω παρωρίτες,
Σὰ σ᾿ ὑπνοφαντασιά,
Παίρναν τὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, οἱ ἀπανωπαζαρίτες,
Κι οἱ κάτω, τὰ ντερσέκια τὰ στενά,


Μέσα στ᾿ ἀνάφλογο τὸ φῶς, ἄρχιζαν κ᾿ οἱ καμπάνες,
Ποὺ φάνταζαν χρυσές,
Καὶ τὰ κορίτσια ἐμπαίνανε νὰ κοιμηθοῦν, κ᾿ οἱ μάνες
Ξαλλάζανε νὰ πᾶν στὶς ἐκκλησιές..


Η μυγδαλιά, Γεώργιος Δροσίνης


Εκούνησε την ανθισμένη μυγδαλιά
με τα χεράκια της
κ’ εγέμισ’ από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της.
Αχ! χιονισμένη σαν την είδα την τρελλή
γλυκά τη φίλησα,
της τίναξα τα άνθη απ’ την κεφαλή
κ’ έτσι της μίλησα:
-Τρελλή, να φέρης ’ς τα μαλλιά σου τη χιονιά
τί τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θε ναρθή η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παληά
τα παιχνιδάκια σου,
κοντή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου